Μεγάλα Κόκκινα Κρασιά, επιμύθιο

23 Δεκεμβρίου 2014
Ντίνος Στεργίδης
Πολλά είναι τα σχόλια, δημόσια και στο παρασκήνιο, που συνόδεψαν τα «Μεγάλα Κόκκινα Κρασιά». Τι σήμανε, όμως, η εκδήλωση για τους έλληνες οινοπαραγωγούς;


Έχουν περάσει τρεις εβδομάδες από την εκδήλωση «Μεγάλα Κόκκινα Κρασιά» που συνδιοργανώσαμε η Vinetum με το FnL, και ακόμα την αισθάνομαι μέσα μου ζωντανή, σαν να έγινε χθες. Οφείλω να ομολογήσω πως ήταν μία εκδήλωση που ονειρευόμουν να οργανώσω εδώ και 15 χρόνια (!) αλλά που δεν είχα αποτολμήσει έως ότου ο Πάνος Δεληγιάννης ήρθε να αποσαφηνίσει κάποια πράγματα ως προς το πώς αυτή θα έπρεπε να οργανωθεί για να έχει επιτυχία.

Τώρα, λοιπόν, που η εκδήλωση ολοκληρώθηκε, με επιτυχία κατά γενική ομολογία, θα ήθελα να σταθώ σε μερικά συμπεράσματα.

Ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια που συνάντησα όλα αυτά τα χρόνια οργανώνοντας εκθέσεις και εκδηλώσεις για το ελληνικό κρασί, είναι η ανασφάλεια που διακατέχει πολλούς οινοπαραγωγούς. Ανασφάλεια για την ποιότητα των κρασιών τους και ανασφάλεια απέναντι στην αγορά, από τον καβίστα μέχρι τον καταναλωτή. Η ανασφάλεια αυτή, που μεταφράζεται σε φόβο και συχνά εκδηλώνεται ως οργή, είναι εκείνη που οδηγεί τους οινοποιούς στην παραχώρηση «τρελών» εκπτώσεων, που τους εμποδίζει από το να δώσουν υπεραξία στο προϊόν τους όταν το επικοινωνούν, που τους τυφλώνει ως προς το ποια είναι η πραγματική τους θέση (και των κρασιών τους) στην εγχώρια και διεθνή αγορά.

Η άναρχη ανάπτυξη του ελληνικού κρασιού τα τελευταία 30 χρόνια, βασισμένη όπως ήταν σε άτομα και όχι σε ομάδες παραγωγών που θα λειτουργούσαν στο πλαίσιο περιοχών ελεγχόμενης ονομασίας προέλευσης όπως συμβαίνει στο εξωτερικό, έχει ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει κάποια κοινώς αποδεκτή ποιοτική κατάταξη της ελληνικής οινικής παραγωγής. Η αγορά είναι εκείνη, κυρίως, που έχει αναδείξει τους «καλύτερους» και, σε ένα βαθμό, η αυτοπροβολή των ικανότερων στην επικοινωνία.

Για να γίνω πιο κατανοητός, θα σας δώσω το εξής παράδειγμα: πριν από μερικά χρόνια είχα φιλοξενηθεί μερικές ημέρες σε ένα μικρό σατό του Μπορντό στην περιοχή Entre-deux-Mers. Οι ιδιοκτήτες του, πρώην διαφημιστές που έγιναν οινοπαραγωγοί, είχαν κάνει σημαντικές επενδύσεις στο αμπέλι και στο οινοποιείο με στόχο την παραγωγή όσο το δυνατόν καλύτερων κρασιών. Το αποτέλεσμα ήταν καλό δίχως να είναι σπουδαίο και το ήξεραν και οι ίδιοι. Το πιο σημαντικό, όμως, ήταν το εξής: οι ίδιοι οι παραγωγοί ήξεραν εκ των προτέρων πως, όσο καλό και να είναι το κρασί τους ποτέ μα ποτέ δεν θα μπορούσε να χτυπήσει τις τιμές των πρωτοκλασάτων σατό, γιατί πολύ απλά προέρχονταν από ένα αμπελοτόπι που, γενιές επί γενεών, οι οινοπαραγωγοί και οι αγοραστές κρασιού είχαν κατατάξει στα μέτρια του Μπορντό. Οι άνθρωποι ήταν ευτυχείς που μπορούσαν να πωλούν τα κρασιά τους 6€ τη φιάλη ex cellar ―κι ας ήταν καλύτερης ποιότητας από τα αντίστοιχα φτηνά κρασιά του Μεντόκ, ας πούμε. Αδικία; Ίσως, αλλά αν το δει κανείς συνολικά υπάρχει μία λογική, που είναι μάλιστα ευρέως αποδεκτή.

Στην Ελλάδα αυτό το πράγμα δεν υπάρχει. Όπως, με έκπληξη, διαπιστώσαμε, στην κατηγορία των «Μεγάλων» κρασιών δυνητικά ανήκουν όλοι. Κι αν ακολουθήσουμε το συλλογισμό αυτό ως το τέλος, φτάνουμε στη διαπίστωση πως «στην Ελλάδα όλοι έχουν μεγάλο κρασί εκτός από εμένα που έχω το μεγαλύτερο!».

Έλαβα δεκάδες οργισμένα τηλεφωνήματα από παραγωγούς που δεν είχαν προσκληθεί να συμμετάσχουν στην εκδήλωση «Μεγάλα Κόκκινα Κρασιά» και όλοι ήθελαν να ξέρουν ένα πράγμα: με ποια κριτήρια έγινε η επιλογή των κρασιών που συμμετείχαν. «Γιατί αυτοί και όχι εμείς;».

Από τη στιγμή, λοιπόν, που στην Ελλάδα δεν υπάρχει κατάταξη του 1855* και που υπάρχουν κόκκινα κρασιά που φιλοδοξούν να είναι μεγάλα, η επιλογή τους έγινε με τον συγκερασμό τριών παραγόντων: της τιμής του κρασιού, του επικοινωνιακού του βάρους και της ποιότητάς του. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί και το αυτονόητο (ή, τουλάχιστον, αυτό που εμείς θεωρούσαμε αυτονόητο) ότι δηλαδή όποιο κρασί συμμετείχε στην εκδήλωση αυτή, θα έπρεπε να αποτελεί την ενσάρκωση των μεγαλύτερων φιλοδοξιών του οινοποιού, να είναι ένα κρασί πραγματικά δουλεμένο προς την κατεύθυνση του «μεγάλου» και αυτό να αποτυπώνεται στην τιμή του. Πώς θα μπορούσαν να συμμετέχουν κρασιά των 10€, όσο συμπαθητικά κι αν είναι, ή κρασιά που άλλοτε θεωρούντο μεγάλα αλλά σήμερα μαραίνονται στα ράφια των Duty Free στα 13,50€;

Η δυνατότητα εξέλιξης μέσα στο χρόνο είναι σίγουρα μία ασφαλής ένδειξη μεγαλείου, αλλά και εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα: άλλο να αντέχει ένα κρασί στο χρόνο και άλλο να βελτιώνεται. Άλλο πράγμα να «πίνεται» μετά από 10 χρόνια, άλλο να πρέπει να παλαιωθεί για να πιωθεί. Στην Ελλάδα, από εκεί που κανείς δεν πίστευε πως τα ελληνικά κρασιά μπορούν να «παλαιώσουν», ξαφνικά φτάσαμε στο άλλο άκρο, όπου παν μη οξειδωμένο κρασί δεκαετίας και άνω θεωρείται κάτι σαν ελληνικό Petrus. Πρέπει να περάσουν ακόμα αρκετά χρόνια μέχρι η παλαίωση να μπορεί να αποτελεί το μοναδικό κριτήριο μεγαλοσύνης.

Η εκδήλωση «Μεγάλα Κόκκινα Κρασιά» έδειξε πως πολλά ελληνικά κρασιά είναι σε καλό δρόμο. Πως πολλά από αυτά (και μάλιστα από ελληνικές ποικιλίες) έχουν να κερδίσουν από την παλαίωση. Πως πολλά (αλλά όχι όλα) αξίζουν να πωληθούν σε τιμές που ο περισσότερος κόσμος θεωρεί «ακριβές». Πως δίπλα στα ξένα κρασιά της έκθεσης τα ελληνικά στάθηκαν με αξιοπρέπεια και σε μερικές περιπτώσεις ακόμα και με περιφάνεια.

Το μεγαλύτερο «μάθημα», όμως, αφορά τους ίδιους τους παραγωγούς: ναι, μπορούν και πρέπει να παράξουν κρασιά των 50€, δίχως αυτό να σημαίνει πως επειδή το πέτυχαν έγιναν αίφνης οι «καλύτεροι του (πλανητικού) χωριού».


* Η περίφημη ποιοτική ιεράρχιση των σατό του Μπορντό που λίγο-πολύ ισχύει αναλλοίωτη μέχρι σήμερα.

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση