Το εστιατόριο του Μεσονυχτίου: Μια αλλιώτικη σειρά φαγητού που άγγιξε χιλιάδες θεατές σε όλο τον κόσμο

08 Μαρτίου 2021
Τάσος Μητσελής
Ξεκίνησε με προγνωστικά outsider αλλά η ανταπόκριση του κοινού σε αυτή τη σειρά του Netflix που φωτίζει τα μελαγχολικά βράδια στο Τόκιο μέσα από τις ιστορίες απλών ανθρώπων οι οποίοι συναντιούνται σε ένα μεταμεσονύκτιο εστιατόριο, ξεπέρασε (δικαίως) κάθε προσδοκία.
  • ΤΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ ΤΟΥ ΜΕΣΟΝΥΧΤΙΟΥ: ΜΙΑ ΑΛΛΙΩΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ ΦΑΓΗΤΟΥ ΠΟΥ ΑΓΓΙΞΕ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΘΕΑΤΕΣ ΣΕ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ | Θέματα

Μεταξύ άλλων πολλών αδυναμιών του χαρακτήρα μου, τώρα τελευταία παρατηρώ ότι εξαντλείται πανεύκολα και η υπομονή μου με τις σειρές. Αν κάτι δεν με συνεπάρει από την αρχή, από τα πρώτα δέκα με δεκαπέντε λεπτά του πρώτου επεισοδίου, το αφήνω χωρίς τύψεις στην άκρη. Αυτά μπορεί να είναι και κάποια από τα επιγενόμενα της καραντίνας ή μπορεί απλώς να έφαγε ο γάιδαρος...το κλίμα που ήταν ήδη στραβό. Όπως και να’ χει «Το εστιατόριο του Μεσονυχτίου: Ιστορίες από το Τόκιο» ήταν μια από τις ελάχιστες εξαιρέσεις. Για την ακρίβεια, με το που άκουσα το αριστουργηματικό Omoide του Tsunekitci Suzuki που ντύνει τους τίτλους της αρχής με φόντο τους δρόμους του Τόκιο που φαίνονται τόσο γοητευτικά νεταρισμένοι μέσα στη νύχτα, κατάλαβα ενστικτωδώς ότι εδώ η ιστορία θα είχε ζουμί. Σχεδόν αμέσως μια φωνή συνοψίζει σε λιγότερο από ένα λεπτό το μοτίβο της σειράς: «Όταν οι άνθρωποι τελειώνουν τη μέρα τους και βιάζονται να πάνε σπίτι, αρχίζει η δική μου μέρα. Το εστιατόριό μου είναι ανοιχτό από τα μεσάνυχτα μέχρι τις επτά το πρωί. Το αποκαλούν «Το Εστιατόριο του Μεσονυχτίου» και σερβίρει μόνο αυτά που έχω στο μενού. Αλλά φτιάχνω και ό,τι μου ζητήσουν οι πελάτες μου, εφόσον έχω τα υλικά. Αυτή είναι η τακτική μου. Αν έχω πελάτες; Περισσότερους απ’ όσους φαντάζεστε».

Έτσι είναι. Ο Kaoru Kobayashi υποδύεται μοναδικά τον Master, όπως τον αποκαλούν όλοι οι θαμώνες του μικροσκοπικού εστιατορίου το οποίο βρίσκεται σε μια off Broadway γειτονιά του Τόκιο, στριμωγμένο δίπλα σε άλλα μικροσκοπικά μαγαζάκια ενός απόμερου δρόμου και έχει τις εξής ιδιαιτερότητες: ανοίγει ακριβώς τα μεσάνυχτα σερβίροντας μόνο τρία σταθερά πράγματα, μπίρα και σάκε, αλλά εφόσον έχει τα υλικά (πολύ έξυπνο τρικ μια και όλοι προσαρμόζονται στα έξτρα υλικά που φροντίζει να έχει στο ψυγείο) ο Master ικανοποιεί τα χατήρια στους πελάτες του...οι περισσότεροι από τους οποίους εντέλει είναι κάτι παραπάνω από αυτό. Φανταστείτε ένα λιλιπούτειο μπαρ με φαγητό και απλή ιαπωνική κουζίνα, ενώ μετά βίας χωράει δέκα ανθρώπους.


Ο ίδιος καλωσορίζει τους πάντες με την απαράμιλλη, έμφυτη και αυθεντική ευγένεια που είναι απόλυτα συνυφασμένη με την γιαπωνέζικη κουλτούρα και στη συνέχεια τους ετοιμάζει ένα πιάτο, που γίνεται και στα είκοσι αυτοτελή επεισόδια των δυο σεζόν αφορμή για να ξετυλιχθεί το κουβάρι της αφήγησης. Κάθε φορά ένα διαφορετικό πρόσωπο απολαμβάνοντας την αγαπημένη του λιχουδιά, εξιστορεί με απόλυτη φυσικότητα λες και γνωρίζει από πάντα τους υπόλοιπους θαμώνες, ένα περιστατικό που τον έχει σημαδέψει, χαροποιήσει ή τραυματίσει σε μεγάλο βαθμό και συνδέεται κατά κάποιο τρόπο με το πιάτο. Με την ίδια φυσικότητα το ακούνε και οι υπόλοιποι της παρέας με αποτέλεσμα να ανάβει μεταξύ τους μια πότε εξαιρετικά σοβαρή, πότε πιο χαλαρή και ανέμελη συζήτηση, ενώ ο Master συντονίζει σχεδόν σιωπηλά αυτή την ορχήστρα των ανθρώπινων καθημερινών χρωμάτων, πετάγοντας που και που πετυχημένες και μεστές ατάκες. 

Το ωραίο είναι ότι κανείς δεν πέφτει από τα σύννεφα με ό, τι κι αν ακούσει με αποτέλεσμα το εστιατόριο να λειτουργεί κατά κάποιο τρόπο και ως εξομολογητήριο για όποιον θέλει να βγάλει από μέσα του κάτι που τον βασανίζει, να ζητήσει μια συμβουλή την οποία απλόχερα θα του δώσουν (ακόμη και χωρίς να τη ζητήσει) ή απλώς να πει τη χαζομάρα του ή ένα σόκιν αστείο με στεντόρεια φωνή και να μη τον κοιτάξουν οι διπλανοί του αφ’ υψηλού ή να σοκαριστούν. Το ακόμη πιο ωραίο είναι ότι αυτή η συνειρμική σύνδεση όσων συμβαίνουν με το φαγητό και το ποτό που δημιουργεί ευφορία και ψυχική ανάταση, κάνει κάτι σπαρακτικό να ακούγεται σχεδόν ως αναμενόμενο χωρίς όμως να αποδυναμώνεται στο παραμικρό η σπουδαιότητα του. Στο εστιατόριο του μεσονυχτίου όλοι είναι ίσοι απέναντι στους άλλους. Ξεπεσμένοι σταρ του ιαπωνικού σινεμά, πρωταγωνιστές ερωτικών ταινιών, συνταξιούχοι δικηγόροι, αστοί, επιτυχημένοι μεσίτες, high achievers, κομμωτές, τρανσέξουαλ και επιμελητές κειμένων σε εφημερίδες που γράφουν κρυφά ακόμη και τα ζώδια για ένα έξτρα χαρτζιλίκι από τη στιγμή που θα περάσουν τη πόρτα του μαγαζιού είναι ισότιμοι. Και ίσοι με τον εαυτό τους. Χωρίς να τραβάνε τις πληγές τους από τα μαλλιά, αλλά και χωρίς να τις απαρνούνται, έχοντας αποδεσμευτεί από το δήθεν μπορεί την ίδια στιγμή που θα πουν τον πόνο τους να δεις στο πρόσωπο τους να αστράφτει έστω στιγμιαία από αγαλλίαση. Επειδή τους άρεσε τόσο πολύ το τηγανητό στήθος κοτόπουλου με τυρί, το ατομικό βραστό, ένα τοντέκι ή μια χοιρινή κοτολέτα που δεν γίνεται να το κρύψουν. Στο τέλος κάθε επεισοδίου οι πρωταγωνιστές με τη βοήθεια του Master για τον οποίο δε ξέρουμε τίποτα άλλο-ούτε καν το όνομα του-εκτός από το ότι είναι ο σεφ και ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου συμμετέχουν στη μαγειρική ή λένε κάποια tips για το πιάτο μαζί τη καληνύχτα τους. 

Ο Τζότζι Ματσούκα που εμπνεύστηκε από το «Midnight Diner» του Γιάρο Άμπε, απομακρύνεται υφολογικά από τις σειρές γεύσης που έχουμε δει κατά καιρούς και με έναν συγκροτημένο και διεισδυτικό τρόπο αξιοποιεί ουσιαστικά αφινίριστους και θαρραλέους ήρωες της διπλανής πόρτας για να τους συνδέσει με εκείνο το  φαγητό της καρδιάς που λειτουργεί σαν παρηγορητικό κουκούλι. Δίνοντας τελικά στο καθένα από αυτούς μια υπόσχεση ευτυχίας για τη καλύτερη μέρα που θα ξημερώσει και σε εμάς την ανεκτίμητη πολυτέλεια της συγκίνησης. 

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση