Βλάσσης: ένα κλασικό ελληνικό εστιατόριο

09 Σεπτεμβρίου 2015
Πάνος Δεληγιάννης
εστιατόριο κριτική Βλάσσης κλασική ελληνική κουζίνα Ιλίσια
Ένα από τα παραδοσιακά προπύργια της –υπό διωγμό- κλασικής ελληνικής κουζίνας κρατάει γερά αν και οι γευστικές του επιδόσεις επιδέχονται βελτίωση.
5.5
Ατμόσφαιρα:
Εξυπηρέτηση:
Κάβα:
3.0 / 5.0
2.5 / 5.0
3.0 / 5.0
Τύπος:
Ποιότητα:
Κουζίνα:
Casual
Κλασική
Ελληνική


Κάθε φορά που η συζήτηση έφτανε στην κλασική ελληνική κουζίνα, μετά την αναπόφευκτη γκρίνια μου για το επίπεδο των αθηναϊκών ταβερνών και την ανυπαρξία (έστω σπανιότητα) μαγειρευτών πιάτων της προκοπής ένα ερωτηματικό σχηματιζόταν στο μυαλό μου: τι να γίνεται άραγε αυτός ο «Βλάσσης»; Μιλάω για το εστιατόριο που εκεί στα ‘90ς κράταγε ψηλά την σημαία του κλασικού ελληνικού φαγητού, το εστιατόριο που είχε αποσπάσει διακρίσεις και άπειρα κολακευτικά σχόλια από συναδέλφους –αλλά και από εμένα- τότε.

Μετά την μετακόμισή του από την Αρματωλών & Κλεφτών, στα Ιλίσια, δεν είχα ξαναπάει. Και ενώ η αίσθησή μου ήταν ότι είχε «πέσει» λίγο, χρόνια είχα την απορία να διαπιστώσω τι γίνεται με τον «Βλάσση». Κάτι το κυνήγι της επικαιρότητας, κάτι που το ξεχνούσα, η ουσία είναι πως τόσα χρόνια στο FnL μια κριτική εδώ παρέμενε διαρκής εκκρεμότητα.


Την Δευτέρα το βράδυ βρέθηκα λοιπόν σε ένα από τα τραπέζια του, μπροστά στο παρκάκι της Μιχαλακοπούλου, και διαπίστωσα όχι μόνο ότι ήταν γεμάτο κόσμο, αλλά και ότι το μενού του ήταν γεμάτο από κλασικά πιάτα που δύσκολα βρίσκουμε πια στα αθηναϊκά εστιατόρια. Επιπλέον, είχε μια αξιοπρεπέστατη και πλήρη λίστα ελληνικών κρασιών πολύ δελεαστικά τιμολογημένα. Το συμβατικό, ολίγον ταβερνίσιο σέρβις με προβλημάτισε, όπως και το άγευστο λευκό ψωμί «πολυτελείας» αλλά και πάλι η παρέλαση πιάτων που θα ήθελα να έτρωγα πολύ συχνότερα, αλλά και οι αναμνήσεις από το παρελθόν ήταν αρκετά για να με κάνουν να διατηρήσω τη θετική μου προδιάθεση.

Μετά όμως ήρθε στο τραπέζι μια τυρόπιτα με βαριά μυρωδιά και φαφατιασμένο φύλλο και μια ταραμοσαλάτα με ευχάριστη υφή αλλά έντονη ψαρίλα και ο προβληματισμός ξεκίνησε. Οι ντολμάδες με αμπελόφυλλο και αβγολέμονο ήταν κακοτυλιγμένοι και παρόλο που ήταν νόστιμοι, το αβγολέμονο ήταν αδύναμο. Το ιμάμ ήταν το καλύτερο από τα πρώτα με ωραία μελωμένες μελιτζάνες και γλυκοφάγωτο κρεμμυδάκι, όμως ακόμη και σε αυτό έλειπε η συμπύκνωση και η ένταση που θα το έκανε αξιομνημόνευτο. Στα κύρια πιάτα η εικόνα βελτιώθηκε κάπως με το ριγανάτο αρνάκι να είναι τρυφερό και νόστιμο και το χουνκιάρ μπεγεντί γευστικό, πληθωρικό, με ωραία καπνιστή αίσθηση της μελιτζάνας …ακόμη βέβαια προσπαθώ να καταλάβω τι ρόλο μπορεί να παίζει λίγο λιωμένο τυρί σε ένα τέτοιο –ήδη πλούσιο- πιάτο, ενώ οι κεφτέδες με σάλτσα τομάτας και πουρέ ήταν απλά συμπαθείς.

Δεν είναι ότι το φαγητό ήταν κακό, συμπαθητικό ήταν τελικά όλο μαζί. Αυτό που κυρίως με ενόχλησε είναι η διάψευση των προσδοκιών και η επιβεβαίωση –για πολλοστή φορά- ότι είναι πολύ δύσκολο να φάει κανείς καλή, κλασική ελληνική κουζίνα στην Αθήνα!

Δεν μπορώ να μην σκεφτώ πάντως πόσο θα ήθελα να έβλεπα κάποιους από τους κατ’ εξοχήν «νόστιμους» και πληθωρικούς σεφ (χωρίς φευγάτες δημιουργικές ανησυχίες) όπως ο Άρης Βεζενές ή ο Ηλίας Σκουλάς να πειραματίζονταν με έναν μουσακά, ένα κοκκινιστό ή κάποιο από τα άλλα εμβληματικά κλασικά ελληνικά πιάτα που τόσο συχνά κακοπερνάνε. Και βέβαια δεν μπορώ να μην ξαναπώ πόσο ζηλεύω την Θεσσαλονίκη που έχει το Clochard!

Η Κλίμακα της Βαθμολογίας