Συμβαίνουν πολλά στην Μύκονο κάθε καλοκαίρι, στο γαστρονομικό κομμάτι εννοώ, και μέσα από το FNL σας ενημερώνουμε πάντα πρώτοι για τα νέα openings, τις μόδες και τις τάσεις. Και είναι γνωστό πως τα τελευταία αρκετά χρόνια στο νησί κυριαρχούν τα μεγάλα brands, Ελληνικά και διεθνή, που ανταγωνίζονται το ένα το άλλο σε πολυτέλεια, service, πανάκριβη πρώτη ύλη, επώνυμους chefs και φυσικά, ανάλογη τιμολογιακή πολιτική.
Όμως αυτή η παγκοσμιοποίηση της γαστρονομίας, δεν στερεί από το νησί μόνο τους επισκέπτες εκείνους που δεν θέλουν – ή δεν μπορούν- να πληρώνουν μικρές περιουσίες για μια έξοδο για φαγητό, αλλά και την ταυτότητα του. Την ταυτότητα εκείνη που έκανε την Μύκονο τον διεθνή προορισμό που είναι σήμερα.
Έτσι, όταν φέτος για πρώτη φορά εδώ και χρόνια είδαμε την τάση που έχει ξεκινήσει για πιο απλά, πιο Ελληνικά, και πιο φτηνά μαγαζιά (για τα οποία θα γράψουμε εκτενώς σύντομα) η χαρά μας ήταν μεγάλη. Βλέπετε, όλοι όσοι έχουμε ζήσει και αγαπήσει το νησί του κάποτε, νοσταλγούμε κυρίως την πολυσυλλεκτικότητα του. Το πως συνυπήρχαν αρμονικά επιλογές για όλα τα γούστα και για όλα τα βαλάντια, σε όλα τα επίπεδα, και εννοείται όχι μόνο στην γαστρονομία. Αν καταφέρει να επανέλθει αυτή η ισορροπία, και αυτή η συμπεριληπτικότητα, τότε σίγουρα όλα θα πάνε πολύ καλύτερα.
That being said, υπήρξαν πάντα στην Μύκονο μέρη που αντιστάθηκαν στις αλλαγές, και στον χρόνο, και που έγιναν τα στέκια και τα καταφύγια των ντόπιων αλλά και όλων των επισκεπτών που αναπολούσαν τον παλιό καλό καιρό, και ένα από αυτά -και το δικό μου πολυαγαπημένο- είναι το Ότι Απόμεινε στην Άνω Μερά.
Λειτουργεί στην είσοδο της πλατείας από το 1983, και στο μενού του βρίσκουμε πέρα από την διάσημη γουρουνοπούλα με την πέτσα «μπισκότο», πεντανόστιμες σούβλες αλλά και μαγειρευτά. Οικογενειακή επιχείρηση, στην κουζίνα η χρυσοχέρα Λέλα και στο σέρβις ο Χρήστος, φροντίζουν τους πελάτες-φίλους πια- σαν να τους υποδέχονται στο σπίτι τους. Στα τραπέζια με τις πολύχρωμες καρέκλες μαζευόμαστε για να φάμε τις νοστιμότερες μελιτζάνες φούρνου της Ελλάδας, την πιο εθιστική κοτοσαλάτα, κασερόπιτα to die, αφράτους κεφτέδες με φρεσκοτηγανισμένες πατάτες, άπαιχτο κοντοσούβλι, και όταν σταθούμε τυχεροί μια άγλυκη, αέρινη γαλατόπιτα. Κυρίως όμως, μαζευόμαστε για να βρεθούμε με τους φίλους μας, να ανταλλάξουμε νέα, να αναπολήσουμε τα περασμένα, και να νοιώσουμε έστω για λίγο το πραγματικό vibe του νησιού, που μοιάζει να έχει χαθεί οριστικά.
Για μένα, που η Μύκονος υπήρξε το χωριό μου για πάνω από 40 χρόνια, το Ότι Απόμεινε είναι η γείωση μου με τον τόπο που αγάπησα και εξακολουθώ να αγαπώ με πάθος. Κάθε φορά που επιστρέφω στο νησί, περνάω οπωσδήποτε από τον Χρήστο και την Λέλα. Που τόσα χρόνια μετά είναι φίλοι αγαπημένοι, δικοί μου άνθρωποι. Το "προσκύνημα" στο Ότι Απόμεινε είναι το δικό μου, προσωπικό έθιμο. Ένα walk down the memory lane στις εποχές που η Μύκονος ήταν το ευλογημένο εκείνο νησί που συγκέντρωνε ανθρώπους από όλον τον κόσμο με κοινή ενέργεια, κοινή αισθητική, και κοινή τρέλα. Τότε που το κριτήριο για να κολλήσουμε δεν ήταν οικονομικό, αλλά θέμα χημείας.
Και μπορεί να ακούγομαι λίγο σαν τον κύριο Ζάχο που κορόιδευα όταν ήμουν πιτσιρίκα ακούγοντας τον να γκρινιάζει για τα δικά του περασμένα καλύτερα χρόνια, αλλά να σας πω κάτι? Καθόλου δεν με πειράζει. Ίσως γιατί κάθε φορά που θα καθίσω στο τραπέζι του Ότι Απόμεινε, τριγυρισμένη από φίλους πολλών χρόνων πια, νοιώθω την ψυχή μου να γεμίζει.
Ας πούμε πως οι δικές μου madeleines είναι η κοτοσαλάτα της Λέλας. Μια μπουκιά με γυρίζει πίσω στα ανέμελα χρόνια που ευτυχώς αξιωθήκαμε να ζήσουμε. Και όσο θα αξιωνόμαστε να επιστρέφουμε σε αυτό το τραπέζι, και από την παρέα δεν θα λείπει κανείς, όλα θα είναι καλά.