Το «Μαύρο Πρόβατο» βρίσκεται σε μία από τις πολύβουες γειτονιές του Παγκρατίου, που ούτε τη μηχανή μπορώ εύκολα να παρκάρω κάπου κοντά, πόσο μάλλον το αυτοκίνητο. Τα εξωτερικά τραπεζάκια σχεδόν κρέμονται από το πεζοδρόμιο, τόσο που οι πελάτες κυριολεκτικά φτάνουν να αγγίξουν τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και οι πεζοί πηγαινοέρχονται πυκνά πάνω από τα κεφάλια των καθήμενων.
Όμως αυτά δεν αποτέλεσαν τροχοπέδη για την εμπορική επιτυχία του. Το εστιατόριο με περίπου 60 τραπεζοκαθίσματα κάνει πάνω από 200 κουβέρ την ημέρα και η κράτηση πολλές φορές δεν είναι και τόσο εύκολη. Εκτός από τα τραπέζια στο πεζοδρόμιο, το εστιατόριο διαθέτει και δύο εσωτερικές σάλες. Την κεντρική με το μπαρ και την επικουρική που βρίσκεται μερικά μέτρα παραπέρα και δίπλα στον κλειστό χώρο της κουζίνας. Βαμμένες και οι δύο σε μαύρο χρώμα, με το καφέ ανοιχτό στις καρέκλες και τις λαδόκολλες που είναι στρωμένα από άκρη σ΄ άκρη τα τραπέζια, να κάνει κοντράστ και χωρίς κάποια ιδιαίτερη διακόσμηση.
Αυτό που κάνει εδώ και 12 χρόνια το «Μαύρο Πρόβατο» πόλο έλξης για Παγκρατιώτες, τουρίστες, ηθοποιούς και τραγουδιστές, φοιτητές και ηλικιωμένους, είναι η προσέγγισή του: τα πιάτα του σεφ Σωκράτη Σιταρίδη είναι ανεπιτήδευτα, γενναιόδωρα, δημιουργημένα με ελληνικές πρώτες ύλες (ούτε κατά διάνοια γιούζου και σόγια) και οι συνταγές που παραμένουν απλές, αλλά όχι συνηθισμένες. Μερικές παραλλαγές στο κλασικό δίνουν μια ευχάριστη αίσθηση, χωρίς να απομακρύνονται από τις ρίζες της παραδοσιακής ελληνικής (και σε κάποιες περιπτώσεις Ανατολίτικης) κουζίνας. Το σέρβις είναι ακόμα ένα δυνατό του σημείο, καθώς είναι εξαιρετικά άμεσο, ενώ ο λογαριασμός στο τέλος πάντα εκπλήσσει ευχάριστα, επιβεβαιώνοντας τη φιλοσοφία του value for money. Γενικά οι γεύσεις είναι οικείες, με μια πιο δημιουργική πινελιά, που σε κάποιες περιπτώσεις όμως, όπως στις σαλάτες, δεν είναι και τόσο επιτυχημένη. Οι επιλογές όμως είναι τόσες πολλές είτε σε κρέας, είτε σε ψάρι, που το μενού ικανοποιεί κάθε προτίμηση.
Ένα από τα πιάτα που εκτιμώ ιδιαίτερα είναι τα αχνιστά μύδια, σβησμένα με λευκό κρασί και με μπόλικο σκορδάκι που σκάει έντονα στη μύτη από τη στιγμή που φτάνει το πιάτο στο τραπέζι. Γαύρος μαρινάτος και πατατοσαλάτα με καπνιστό τσίρο, λεμόνι, μουστάρδα και λεπτοκομένες πράσινες και κόκκινες πιπεριές, αποτελούν ίσως τους πιο δυνατούς μεζέδες για ούζο ή τσίπουρο. Από τα κρεατικά, το χουνκιάρ μπεγιεντί με μοσχαράκι κοκκινιστό και πουρέ καπνιστής μελιτζάνας είναι το απόλυτο κυρίως πιάτο και ας βρίσκεται στη λίστα με τους μεζέδες. Από τα ορεκτικά ξεχώρισα τα πιτάκια Καισαρίας με παστουρμά, κασέρι και ντομάτα, που έρχονται άψογα τηγανισμένα και σε σωστή θερμοκρασία. Τα δύο πιάτα με μανιτάρια θέλουν αρκετή αγάπη παραπάνω για να αναδείξουν καλύτερα τη γεύση τους. Επίσης, στα πιάτα με το κρέας, δεν υπάρχει πάντα σταθερότητα στο ψήσιμο, με αποτέλεσμα κάποιες να βγαίνουν λίγο στεγνά. Σε κάθε περίπτωση, στο μενού, το οποίο το θυμάμαι για πολλά χρόνια το ίδιο (ευτυχώς βγαίνουν και αρκετά πιάτα ημέρας), υπάρχουν αρκετά πιάτα που μπορεί να «κολλήσει» κάποιος, αλλά και τα λιγότερο καλά, με τις υπερβολές ή τις ελλείψεις τους. Όσον αφορά την κάβα, υπάρχουν αρκετές επιλογές από εμφιαλωμένο, αλλά και από χύμα κρασί, το οποίο τιμούν ιδιαίτερα οι επισκέπτες του.
Info: Αρριανού 33 Παγκράτι, ανοιχτά Δευτέρα-Σάββατο: 1:00 μ.μ. 00:00 π.μ., Κυριακή: 1:00 μ.μ.– 7:00 μ.μ., τηλ.:2107223466, τιμές από 15-30 ευρώ το άτομο.