Funky Gourmet, η διασκεδαστική πλευρά της γαστρονομίας

05 Μαρτίου 2014
Πάνος Δεληγιάννης
εστιατόριο κριτικη Funky Gourmet Γεωργιάννα Χιλιαδάκη Νίκος Ρούσσος
Με ένα αστέρι Michelin, διακρίσεις γενικώς και την απίστευτη 6η θέση –παγκοσμίως- στο αμφιλεγόμενο Trip Advisor, το Funky Gourmet προβάλει ως ένα από τα κορυφαία ελληνικά εστιατόρια. Είναι;
7.5
Ατμόσφαιρα:
Εξυπηρέτηση:
Κάβα:
4.0 / 5.0
4.0 / 5.0
3.5 / 5.0
Τύπος:
Ποιότητα:
Κουζίνα:
Casual & Chic
Gourmet
Μεσογειακή


Η απάντηση είναι εύκολη και μονολεκτική: Ναι! Είναι ένα από τα καλύτερα και σίγουρα από τα πιο ενδιαφέροντα και ιδιαίτερα εστιατόρια στην χώρα. Είναι και ένα από τα καλύτερα του κόσμου όπως λέει το Trip Advisor; Ε καλά, μην τρελαθούμε κιόλας!

Στο κομψό εστιατόριό τους, στο ανερχόμενο Μεταξουργείο, οι σεφ Γεωργιάννα Χιλιαδάκη και Νίκος Ρούσσος έχουν πιάσει σε μεγάλο βαθμό το νόημα και προσπαθούν να δώσουν στην υψηλή γαστρονομία μια πιο funky, πιο νεανική διάσταση. Το καταφέρνουν σε μεγάλο βαθμό και δρέπουν δάφνες. Περίτεχνες παρουσιάσεις, νέες κοπέλες στο σέρβις που καθοδηγούν σε κάθε βήμα και αφηγούνται πιάτα, περιγράφουν κρασιά και γενικά επικοινωνούν ένα concept, τεχνικές της μοριακής κουζίνας, παιχνιδιάρικη διάθεση σε πολλά πιάτα και βέβαια ταλέντο και προφανείς ικανότητες συνθέτουν ένα αποτέλεσμα που αναμφισβήτητα αποτελεί γαστρονομική εμπειρία. Αν μάλιστα το όλον ήταν περισσότερο gourmet και λιγότερο funky και αν η τιμή του μεγάλου μενού με τα –αρκετά απλά- κρασιά σε ποτήρι δεν ήταν €185 το άτομο αλλά €120 άντε €130 τότε ελάχιστα θα είχα να προσάψω στο όλο εγχείρημα.

Όποιος δεν έχει φάει στο Fat Duck, σε κάποιο από τα μεγάλα ισπανικά εστιατόρια ή ακόμη και στο κερκυραϊκό Etrusco σίγουρα θα εντυπωσιαστεί από όσα συμβαίνουν στο τραπέζι του. Αν όμως προσπαθήσουμε να κοιτάξουμε πίσω από το εντυπωσιακό αφήγημα, πίσω από τους καπνούς του αζώτου και τα χαριτωμένα props του σέρβις τότε θα διαπιστώσουμε αδυναμίες που σε αυτό το επίπεδο και σε αυτά τα χρήματα δεν είναι αποδεκτές. Πριν όμως εντοπίσω τις αδυναμίες, θα μιλήσω για δύο πιάτα μεγαλειώδη. Τα σαλιγκάρια έρχονται σε ένα «ριζότο» από κριθάρι με μυρωδικά, τρούφα, μανιτάρια και λίγο ξύδι και είναι ένα πιάτο τόσο πυκνό, νόστιμο και ταυτόχρονα φίνο που θα μπορούσε κάλλιστα να σερβίρεται σε τριάστερο εστιατόριο! Η μεγάλη καραβίδα που ακολουθεί (με λίγη μαγιονέζα με μελάνι σουπιάς) έρχεται εκπληκτικά παρουσιασμένη ως καρφίτσα-κόσμημα και είναι ειλικρινά η ωραιότερη καραβίδα που έχω δοκιμάσει ποτέ στη ζωή μου! Δεν έχω να πω κάτι άλλο, παρά μόνο ότι αυτό το επίπεδο τελειότητας σε ένα –φαινομενικά- τόσο απλό πιάτο προσωπικά το έχω συναντήσει μόνο στην περίφημη cote de veau του μεγάλου Loiseau ή στον πουρέ του Robuchon. Όταν λοιπόν σε ένα εστιατόριο δοκιμάζω αυτά τα δύο πιάτα τότε ξέρω πολύ καλά ότι δεν πρόκειται για ένα συνηθισμένο καλό εστιατόριο και βέβαια οι δημιουργοί του κάθε άλλο παρά τυχαίοι σεφ είναι!


Δεν έχω ασφαλώς την απαίτηση να κινούνται όλα τα πιάτα σε αυτό το επίπεδο, στην περίπτωση αυτή άλλωστε θα μιλούσαμε για –τουλάχιστον- διάστερο εστιατόριο. Έχω όμως την απαίτηση να μην κορυφώνεται το δείπνο μου με κακοκομμένες μπουκιές, σχεδόν ωμού αμερικάνικου rib-eye που έρχονται έτσι ώστε να τις ψήσω μόνος μου (!) σε μια καυτή πέτρα, συνοδευόμενες από μια ωραία μαγιονέζα καπνιστής πάπρικας. Τέτοιου είδους χαριτωμενιές δεν τις καταλαβαίνω σε αυτό το επίπεδο εστίασης. Προσωπικά, τα πιάτα «φτιάχτο μόνος σου» με εκνευρίζουν σε κάθε εστιατόριο, πόσο μάλλον στο Funky Gourmet όπου θέλω να νιώσω την μαεστρία της κουζίνας και την αρτιότητα σε κάθε λεπτομέρεια. Το συγκεκριμένο κρέας είναι καλό, όχι σπουδαίο όμως, είναι λάθος κομμένο με αποτέλεσμα να είναι σκληρό σε σημεία και το ψήσιμό του εξαρτάται από τις ικανότητες του καθενός από εμάς και μάλιστα έχοντας στην διάθεσή μας απλά μια καυτή πέτρα (που σιγά-σιγά κρυώνει βέβαια). Πριν από αυτό σερβίρεται ένα μικρό χάμπουργκερ που μπορεί να είναι πραγματικά άψογο, όμως ειλικρινά δεν βλέπω πως κολλάει σε αυτό το στάδιο του μενού. Ίσως στην αρχή, μαζί με τα χαριτωμένα –αλλά καμιά φορά εξυπνακίστικα- amuse bouche, να κόλλαγε περισσότερο (αν και όντως η γεύση του είναι πολύ πλούσια για να μπει στην αρχή του δείπνου).

Κατά τα άλλα το μεγάλο μενού ξεκινά με μια παρέλαση από amuse bouche, από τα οποία ξεχωρίζω εύκολα τον συνδυασμό αβγού κότας με αβγά αχινού και αλάτι με λάιμ. Το περίφημο «πικ-νικ» έχει σίγουρα πλάκα και είναι εξαιρετικά παρουσιασμένο, αλλά κανένα από τα είδη του δεν διεκδικεί γαστρονομικές δάφνες. Αντίθετα τα μικρά κουλούρια Θεσσαλονίκης που φτιάχνουν μόνοι τους, μαζί με ανθόγαλα (φτιαγμένο ειδικά για το μαγαζί) και fleur de sel Κυθήρων που συνοδεύονται ευφυώς από φρέσκια μπύρα Χίου είναι έξοχα. Η «χωριάτικη» που έρχεται σε μορφή γρανίτας και έχει όλες τις γεύσεις και τα αρώματα της διάσημης ελληνικής σαλάτας (θα ήθελα πάντως πιο τονισμένη την ντομάτα) είναι χαριτωμένη και ενέχει την θέση του σορμπέ στο μενού. Άλλα πιάτα όπως η σφυρίδα σε έναν «πουρέ» από χόρτα με σος σχοινόπρασου και σκόρδου ή τα χτένια με ταπιόκα και πάνκο με τρούφα είναι αρκετά καλά, δεν έχουν όμως το επίπεδο της τεχνικής αρτιότητας που θα τα εκτόξευε στο επίπεδο των σαλιγκαριών ή της καραβίδας. Τα επιδόρπια τέλος είναι απλά καλά, έχουν όμως αρκετό δρόμο να διανύσουν μέχρι να φτάσουν να συγκριθούν με αυτά που σερβίρονται σε άλλα κορυφαία εστιατόρια της πόλης.

Ο βαθμός του Funky Gourmet με προβλημάτισε πάρα πολύ ειλικρινά. Είναι από αυτές τις περιπτώσεις που θα ευχόμουν να είχα δεκαδικά στην κλίμακα ώστε να μην αναγκαστώ να διαλέξω μεταξύ του 7,5 και του 8 στα 10. Το όλο concept, η ιδιαιτερότητα, η ύπαρξη δύο μεγάλων πιάτων και συνολικά οι αναμφισβήτητα υψηλές δυνατότητες της κουζίνας με ωθούσαν στο 8 / 10. Όμως  όσο το σκέφτομαι πιο ψυχρά τόσο διαπιστώνω ότι τελικά το Funky Gourmet είναι σίγουρα πιο ενδιαφέρον από τα άλλα εστιατόρια που έχω βαθμολογήσει με 7,5 / 10, δεν είναι όμως καλύτερο… όχι ακόμη τουλάχιστον.

Η Κλίμακα της Βαθμολογίας
Ιστορικό Άρθρου