Η οικογένεια Μποσινάκη είναι γνωστή σε όσους ασχολούνται σοβαρά με το κρασί και ιδιαίτερα την Μαντίνεια. Από το οινοποιείο της στο ορεινό Στενό προέρχεται μια γκάμα με απόλυτο πρωταγωνιστή το Μοσχοφίλερο που δίκαια της δίνει μια θέση στη αιχμή του δόρατος του Αρκαδικού αμπελώνα. Περιοχή που τα τελευταία χρόνια εντυπωσιάζει με τις επιδόσεις της αλλά και τον πολυδύναμο χαρακτήρα της ερυθρωπής ποικιλίας που τόσο όμορφα εκφράζει.
Μέχρι πρότινος η γκάμα της οινοποιίας Μποσινάκη αριθμούσε μόλις 2 κρασιά όμως φέτος αυτή εμπλουτίστηκε με άλλες δύο ετικέτες· γεγονός που προσέφερε μια ιδανική ευκαιρία για μια δοκιμή όλων των τρεχουσών κυκλοφοριών του παραγωγού που έχει σαν λογότυπο το πεζό “μ”.
Το ετικέτα Μαντινεία ξεκίνησε το 2009 αποτελώντας το ντεμπούτο της νέας γενιάς και ευθύς εξ’ αρχής εξέφρασε όσο καμία το πιο αυστηρό και …ψαγμένο πρόσωπο της δημοφιλούς ονομασίας προέλευσης. To 2022 (7,5/10) κλείνει πάντως το μάτι σε λίγο πιο mainstream στυλ, με την μύτη να προσφέρει σχετικά ντροπαλά αρώματα αχλαδιού, φρέσκου και αποξηραμένου τριαντάφυλλου. Όμως το στόμα είναι αυτό που κυρίως επιβεβαιώνει την παραπάνω αίσθηση αφού το CO2 δεν καταφέρνει να …τσιμπήσει τόσο ώστε να περιορίσει την αρχική γλύκα που προσφέρουν οι 13,5 βαθμοί. Βέβαια μετά το στόμα ισορροπεί και η αλμυρή επίγευση σε επαναφέρει στο σοφιστικέ στυλ Μποσινάκη.
Αν και το ΄23 οδεύει προς το τέλος του το Ιέρια 2022 (7/10) εξακολουθεί να είναι ελάχιστα αναγωγικό, απαιτώντας λίγο χρόνο στο ποτήρι για να αποκαλύψει μια μέτριας εκφραστικότητας και συμπύκνωσης μύτη μαραμένου γιασεμιού, φρέσκου ροδιού και αποξηραμένου τριαντάφυλλου. Το ροζέ Μοσχοφίλερο μετρά 14(!) βαθμούς με ότι αυτό συνεπάγεται για το πληθωρικό, γεμάτο στόμα του, ωστόσο το όμορφα αρτυσμένο με αλατότητα τελείωμα είναι λίγο σύντομο για να το βάλει στην κατηγορία του “πολύ καλού”.
Το Δρεζίνα 2021 (6,5/10) είναι μια καινούργια cuvee που φέρνει το Μοσχοφίλερο του παραγωγού πλάι –και μάλιστα ισόποσα – με το Συριανό Ασύρτικο του Νίκου Χατζάκη, με το κρασί των δύο ριζικά διαφορετικών ως προς την ημερομηνία τρύγων να παραμένει για 12μήνες στο μπουκάλι πριν κυκλοφορήσει στην αγορά. Το άρωμα φρέσκου άχυρου μάλλον υποδηλώνει ότι η παντοδύναμη αιγαιοπελαγίτικη ποικιλία έχει σκεπάσει την ντελικάτη Αρκαδική, ενώ η παλαίωση στην φιάλη μάλλον έχει κουράσει ελαφριά το flavor που θυμίζει χυμό γκρέιπφρουτ. Βέβαια η έντονη οξύτητα και το πικρό τελείωμα φλούδας νεραντζιού δίνουν την εντύπωση της ζωντάνιας, όμως η επιθετικότητά που προσδίδουν στο κρασί δεν υποστηρίζεται από επαρκές φρούτο.
Το Aspela NV (6/10) σίγουρα καταφέρνει να ιντριγκάρει στα …χαρτιά, αφού το concept περιλαμβάνει την παραγωγή ενός ερυθρού κρασιού από Μοσχοφίλερο, την 45ήμερη παραμονή με τα στέμφυλα και τις ελάχιστες δυνατές παρεμβάσεις κατά την οινοποίηση. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και στην πράξη, αφού ούτε το ανοιχτό ρουμπινί –καφέ χρώμα ούτε και το εκρηκτικό (ομολογουμένως!) μπουκέτο -που αποτελείται από γλυκό κουταλιού τριαντάφυλλου και καραμέλα κερασιού αρτυσμένα με λίγη πτητική- πείθουν. Το ίδιο ισχύει και για το ελαφρύ στόμα το οποίο εμφανίζεται ξηρό και άγριο, με λίγες πλην στυπτικές τανίνες αλλά και ένα τελείωμα που δεν δρέπει δάφνες μάκρους.
Ομολογώ ότι η αίσθηση που αποκόμισα από την τρέχουσα παρουσία των κρασιών της οινοποιίας Μποσινάκη είναι λίγο μπερδεμένη. Αφ’ ενός οι 2 κλασσικές (και αγαπημένες) ετικέτες της δεν φθάνουν στο επίπεδο προηγουμένων εσοδειών λόγω του υψηλού αλκοόλ τους και αφετέρου οι δύο νέες προσθήκες (η μια ένα joint venture και η άλλη μια ερυθρή απόπειρα στο Μοσχοφίλερο) εμπεριέχουν ένα ιδιαίτερα μεγάλο ρίσκο που -τουλάχιστον κατά την γνώμη μου- δεν δείχνει προς το παρόν να δικαιώνεται. Ως εκ τούτου περιμένω με ανυπομονησία τις νέες προσπάθειες που θα κυκλοφορήσουν το 2024 και οι οποίες ελπίζω να μου αποδείξουν ότι οι τωρινές μου εντυπώσεις απλά θα αποτελούν μια κακή παρένθεση στην κατά τα άλλα αξιομνημόνευτη πορεία του οινοποιείου από την Μαντίνεια…